Σαλόν

Σαλόν
(Salon). Παρισινή περιοδική καλλιτεχνική έκθεση που άρχισε το 1673 και προορίζεται για τους σύγχρονους καλλιτέχνες. Η έκθεση, που την εγκαινίασε η Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής, πήρε το όνομα Σαλόν, από το «Τετράγωνο Σαλόνι» (Salon Carre) του Λούβρου, που από το 1699 φιλοξενούσε τις εκθέσεις (που προηγούμενα γίνονταν στη στοά του ίδιου μουσείου). Η έκθεση αυτή απόχτησε εξαιρετική σημασία σε όλη την Ευρώπη και ιδιαίτερα, το 18o και 19o αι., χρησίμευσε για τον προσανατολισμό όλης της καλλιτεχνικής κίνησης. Πλάι στο επίσημο Σ. και με διάθεση πολεμικής εναντίον των στενά ακαδημαϊκών τάσεών του, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., άρχισαν να παρουσιάζονται και άλλα Σ., που απόχτησαν εξαιρετική σημασία στην ιστορία της νεώτερης ζωγραφικής. Στην αρχή, οι εκθέσεις του Σ. γίνονταν άτακτα· το 1737 έγιναν διετείς, αλλά τα κατοπινά χρόνια άλλαξαν πολλές φορές τη χρονική τους συχνότητα. Από τότε ο θεσμός γνώρισε διάφορες μεταβολές, με βασικό χαρακτηριστικό την αντίθεση των κάθε φορά πρωτοπόρων προς τους παλιότερους. Σήμερα, αφού πλήθυναν οι ατομικές και οι ομαδικές εκθέσεις στις διάφορες παρισινές πινακοθήκες, οι νέοι έχουν οργανώσει το «Σ. του Μαΐου».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαλόν — σαλός silly masc acc sg σαλός silly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλον — σάλος tossing motion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… …   Dictionary of Greek

  • Κουρμπέ, Γκιστάβ — (Gustav Courbet, Ορνάν, Γαλλία 1819 – Λα Τουρ ντε Πελζ, Ελβετία 1877). Γάλλος ζωγράφος. Στην Ορνάν, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του, συνδέθηκε φιλικά με τον Μαξ Μπισόν. Αργότερα, γράφτηκε στο κολέγιο της Μπεζανσόν (1837) και μελέτησε σχέδιο με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καμπανία - Αρδένες — (Campagne Ardenne). Διοικητικό διαμέρισμα της βορειοανατολικής Γαλλίας (25.606 τ. χλμ., 1.342.363 κάτ. το 2000) με πρωτεύουσα το Σαλόν αν Σαμπάν (46.700 κάτ. το 2003· παλαιότερα ονομαζόταν Σαλόν σιρ Μαρν). Συνορεύει στα ΒΑ με το Βέλγιο, στα Α με… …   Dictionary of Greek

  • Μάρνης — I (Marne). Ποταμός (520 χλμ.) της βορειοανατολικής Γαλλίας, δεξιός παραπόταμος του Σηκουάνα. Πηγάζει από το οροπέδιο της Λανγκρ, διασχίζει την κοιλάδα του Παρισιού και εκβάλλει στον Σηκουάνα, κοντά στη γαλλική πρωτεύουσα. Η λεκάνη απορροής του… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Τεοντόρ — (Rousseau, 1812 – 1867). Γάλλος ζωγράφος. Το 1831 και το 1835 έστειλε στο Σαλόν του Παρισιού πίνακές του, που τους είχε φιλοτεχνήσει στα δάση της Κομπιένης στη Νορμανδία και στις όχθες του Σηκουάνα. Τα έργα του εκείνα θεωρήθηκαν υπερβολικά… …   Dictionary of Greek

  • Σεζάν, Πωλ — (Cezanne). Γάλλος ζωγράφος (Αιξ αν Προβάνς 1839 1906), ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, που τοποθετείται μεταξύ του εμπρεσιονιστικού και των νεώτερων κινημάτων ξεκινώντας από τον κυβισμό. Για τον τελευταίο, ο Σ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”